- εφεκτικότητα
- [-ης (-ητος)] η сдержанность, осторожность, осмотрительность; нерешительность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφεκτικότητα — η επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, αμφιταλάντευση, το αναποφάσιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφεκτικός. Η λ. στον λόγιο τ. εφεκτικότης μαρτυρείται από το 1852 στον Πέτρο Καλλιβούρση] … Dictionary of Greek